- βαλλιστικά βλήματα
- Ο όρος β.β. καθιερώθηκε στη σύγχρονη τεχνική ορολογία μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο και σημαίνει κινητά σώματα που εκτοξεύονται και διατηρούνται στην τροχιά τους με συστήματα αυτοπροώθησης και ενδοαντίδρασης ή με κινητήρες αντίδρασης διαφόρων τύπων. Επίσης, τα β.β. δεν χρειάζονται ατμοσφαιρικό αέρα και κατευθύνονται με αυτόνομα συστήματα διεύθυνσης και ελέγχου. Ακριβέστερα, ονομάζουμε β.β. τα σώματα τα οποία εκτοξεύονται στην τροχιά τους αρχίζοντας από μηδενική ταχύτητα και φτάνοντας τη μέγιστη ταχύτητα τη στιγμή που θα σταματήσει η ώθηση της δύναμης, που ενεργεί πάνω σε αυτά κατά τρόπο συνεχή και για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα. Ονομάζουμε πυραύλους τα σώματα που αποκτούν τη μέγιστη ταχύτητά τους μερικά μόνο δευτερόλεπτα μετά την εγκατάλειψη του συστήματος εκτόξευσης. Οι πύραυλοι και τα β.β. διαφέρουν έτσι από τα βλήματα, τα οποία φτάνουν τη μέγιστη ταχύτητα κατά την έξοδό τους από την κάνη του πυροβόλου όπλου. Τα β.β., με τη διαρκή πρόοδο και βελτίωση της τεχνικής, τελειοποιούνται από χρόνο σε χρόνο.
Η κίνηση με ενδοαντίδραση ήταν γνωστή και από παλαιότερα χρόνια. Οι Κινέζοι το 1238 νίκησαν τους Τατάρους στη μάχη του Πιεν-Κουγκ χρησιμοποιώντας πρωτόγονους πυραύλους, που είχαν ως προωθητικό καύσιμο τη μαύρη πυρίτιδα. Στην Ευρώπη, η ενδοαντίδραση άρχισε να εφαρμόζεται γύρω στα τέλη του 18ου αι. στα πυροτεχνήματα, για την επίτευξη λαμπρών χρωμάτων στα λαϊκά πανηγύρια. Την ίδια περίοδο, στις Ινδίες, στα στρατεύματα του πρίγκιπα Χιντέρ Αλή υπήρχαν σώματα στρατού οπλισμένα με πυραύλους, τα οποία προξένησαν σημαντικές απώλειες στους Άγγλους. Αυτοί πάλι χρησιμοποίησαν πυραύλους εναντίον του Ναπολέοντα (η Κοπεγχάγη καταστράφηκε από τα πλήγματα 25.000 πυραύλων) και στον αμερικανικό πόλεμο της Ανεξαρτησίας. Η αρχή της επιστημονικής μελέτης αυτού του συστήματος προώθησης έγινε στις αρχές του 20ού αι. με τα έργα του Κονσταντίν Εντουάρντοβιτς Τσιολκόφσκι στη Ρωσία, του Ρόμπερτ Χάτσινγκς Γκοντάρ στις ΗΠΑ και του Χέρμαν Όμπερτ στη Γερμανία. Ο Γκοντάρ απέδειξε ότι η κίνηση διά πυραύλων είναι δυνατή ακόμα και στο κενό και ότι οι πύραυλοι μπορούσαν να κατευθυνθούν με γυροσκοπικά συστήματα.
Για να δοθεί στα κινητά σώματα της βλητικής (βλήματα, πύραυλοι, β.β.) η αναγκαία επιτάχυνση έτσι ώστε να φτάσουν τον στόχο τους, χρειάζεται ένας προωθητήρας και ένα προωθητικό καύσιμο. Προωθητήρας είναι ένα συγκρότημα κατασκευασμένο κατά τρόπο ώστε να μπορεί να μεταδοθεί η ώθηση του προωθητικού καυσίμου στο κινούμενο σώμα. Στα βλήματα, τη θέση του προωθητήρα παίρνει το όπλο, το οποίο μένει στο έδαφος (τουφέκι, πολυβόλο, πυροβόλο). Στους πυραύλους και στα β.β. ο προωθητήρας είναι συνδεδεμένος με το κινούμενο σώμα και συμμετέχει στην κίνησή του.
Τα προωθητικά καύσιμα αποτελούνται από μείγμα καυσίμων και οξειδωτικών. Η καύση του μείγματος αυτού, όταν αρχίσει σε ένα τυχαίο σημείο, χαρακτηρίζεται από μια υψηλή ταχύτητα διάδοσης μέσα στη μάζα του, ανεξάρτητα από την πυκνότητα, την πίεση, τη θερμοκρασία και τη σύνθεση του αέρα του περιβάλλοντος. Πρακτικά, τα προωθητικά καύσιμα καίγονται κανονικά και συνεπώς εκτελούν την αποστολή τους ακόμα και με πλήρη έλλειψη ατμόσφαιρας, στο κενό. Αυτό είναι διαφορετικό απ’ ό,τι συμβαίνει, π.χ. στους θαλάμους καύσης ενός κινητήρα αυτοκινήτου, όπου ο εξωτερικός αέρας είναι αναγκαίος, γιατί αποτελεί το οξειδωτικό του εκρηκτικού μείγματος.
Η ώση, ίση προς το γινόμενο της δύναμης επί τη διάρκεια λειτουργίας, καθορίζει την επιτάχυνση του κινούμενου σώματος.
Στα β.β. και στους πυραύλους, η ώθηση επενεργεί για μακρύτερο χρόνο παρά στα βλήματα, γιατί ο προωθητήρας ακολουθεί το κινούμενο σώμα. Θεωρητικά, τα β.β. ισοδυναμούν με βλήματα των οποίων η κάνη έχει επιμηκυνθεί κατά την απόσταση που διανύουν καθ’ όλη τη διάρκεια της ώθησης. Πρακτικά, τα αποτελέσματα αντιστοιχούν, για τους μεν πυραύλους με τη χρήση μιας κάνης μήκους περίπου χιλίων μέτρων, ενώ για τα β.β. μιας κάνης πολύ μεγαλύτερου μήκους, ανάλογα με τον χρόνο που απαιτείται για να εξαντληθεί το προωθητικό καύσιμο. Εξάλλου, εφόσον διαθέτουμε μακρύτερους χρόνους κατά τους οποίους επιδρά η ώθηση, δεν είναι αναγκαίο –για να δοθούν στα κινούμενα σώματα υψηλές ταχύτητες εκτόξευσης– να χρησιμοποιήσουμε προωθητικά καύσιμα, των οποίων η καύση έχει τα χαρακτηριστικά της έκρηξης, όπως στα βλήματα. Προκύπτει λοιπόν ότι οι θάλαμοι καύσης μπορούν να έχουν στην περίπτωση αυτή όχι πολύ ανθεκτικά και συνεπώς βαριά τοιχώματα. Φυσικά, η κατανάλωση ενέργειας αυξάνεται αισθητά, με την επίτευξη αυτών των υψηλότερων ταχυτήτων εκτόξευσης, έστω και αν αυτές αποκτώνται με την εφαρμογή μικρότερων δυνάμεων, οι οποίες ενεργούν για μακρύτερο χρόνο.
Τα β.β., επειδή προορίζονται να διανύσουν τροχιές μεγάλου μήκους, περιλαμβάνουν εκτός από τους θαλάμους καύσης και τις δεξαμενές για τα προωθητικά καύσιμα, και τα αναγκαία όργανα για την έναυση, την τροφοδότηση και τον έλεγχο της καύσης.
Η προώθηση. Χαρακτηριστικό στοιχείο των β.β. είναι η πολύ υψηλή ταχύτητα πτήσης, που επιτυγχάνεται με ενδοαντιδραστήρες. Πρόκειται για κινητήρες αντίδρασης, συνεχούς λειτουργίας, προωθητικών καυσίμων υγρών ή στερεών, οι οποίοι δεν έχουν ανάγκη εξωτερικού αέρα για τη λειτουργία τους. Αυτή είναι και η σημαντικότερη διαφορά από τους αεροπορικούς κινητήρες δι’ αντίδρασης (στροβιλοαντιδραστήρες, αυτοαντιδραστήρες κλπ.). Ο κινητήρας με ενδοαντίδραση είναι ο μόνος, μεταξύ των κινητήρων εσωτερικής καύσης, που επιτρέπει την ανάπτυξη σημαντικών ωθήσεων, με ένα σύστημα αρκετά περιορισμένου όγκου. Το φαινόμενο της ενδοαντίδρασης συνίσταται στην παραγωγή αερίων με την καύση κατάλληλων χημικών ουσιών και στη βίαιη έξοδο των αερίων αυτών με τη βοήθεια ενός ανοίγματος κατάλληλης μορφής στον πυθμένα του θαλάμου καύσης. Η ώθηση δημιουργείται από την αντίδραση των αερίων πάνω στο κινητό σώμα, όταν αυτά εξέρχονται από το ακροφύσιο. Στο φαινόμενο αυτό η καύση, εφόσον αρχίσει, συνεχίζεται και στα χαμηλά και στα μεγάλα ύψη, ακόμα και στο πλήρες κενό. Εξάλλου, οι ενδοαντιδραστήρες δίνουν επιδόσεις ανεξάρτητες της ταχύτητας πτήσης, αναπτύσσουν για μικρές περιόδους σημαντικές ωθήσεις και παρουσιάζουν μια ελάχιστη μετωπική επιφάνεια, η οποία επιτρέπει την εύκολη υπερνίκηση της αεροδυναμικής αντίστασης. Η ειδική ώση του προωθητήρα, δηλαδή ο λόγος μεταξύ της ώθησης (γινόμενο της δύναμης ώθησης επί τη διάρκεια λειτουργίας) και της μάζας του προωθητικού καυσίμου (καυσίμου και οξειδωτικού) είναι της τάξης των 200 kg sec/kg μάζας, τιμή η οποία με κατάλληλα τεχνάσματα μπορεί να φτάσει περίπου 350 kg sec/kg μάζας.
Οι χημικές ουσίες που είναι κατάλληλες για την ενδοαντίδραση είναι πολυάριθμες. Διακρίνονται σε προωθητικά καύσιμα μονής και διπλής εναποθήκευσης. Ονομάζουμε προωθητικά καύσιμα μονής εναποθήκευσης εκείνα στα οποία το καύσιμο και το οξειδωτικό φυλάσσονται μόνο σε μια δεξαμενή και η μεταξύ τους αντίδραση επιτελείται μόνο στον θάλαμο καύσης, όπου επικρατούν συνθήκες θερμοκρασίας και πίεσης κατάλληλες για τη δημιουργία του φαινομένου. Μιλάμε για προωθητικά καύσιμα διπλής εναποθήκευσης όταν το καύσιμο και το οξειδωτικό φυλάσσονται σε ξεχωριστές δεξαμενές και έρχονται σε επαφή μόνο τη στιγμή της καύσης. Τα πρώτα, συνήθως στερεά, χρησιμοποιούνται λίγο στα β.β., γιατί πρέπει να διαρρυθμιστεί ειδικά ο θάλαμος καύσης και διότι, αν θερμανθούν κατά την αρχική φάση του φαινομένου, μπορούν να εκραγούν εύκολα. Τα δεύτερα, συνήθως υγρά, είναι εξαρχής πολύ πιο ακίνδυνα.
Οι ενδοαντιδραστήρες στερεών προωθητικών καυσίμων χαρακτηρίζονται από μια μεγάλη απλότητα στα συστήματα τροφοδοσίας, στις σωληνώσεις και στα άλλα κινητά στοιχεία. Οι ενδοαντιδραστήρες υγρών προωθητικών καυσίμων χρησιμοποιούν συνήθως για την τροφοδοσία μια φυγοκεντρική αντλία.
Τα καύσιμα που χρησιμοποιούνται στα β.β. αποκαλούνται γενικά προπεργκόλ. Από αυτά, ονομάζουμε υπεργκόλ τα προωθητικά καύσιμα διπλής εναποθήκευσης, τα οποία, όταν έρθουν σε επαφή στον θάλαμο καύσης με μορφή λεπτότατων σταγονιδίων, αυτοαναφλέγονται. Ονομάζονται λιτεργκόλ τα προωθητικά καύσιμα που αποτελούνται από ένα στερεό καύσιμο και ένα υγρό οξειδωτικό, το οποίο όταν έρθει σε επαφή με το καύσιμο προκαλεί την καύση.
Η κατασκευή των β.β. Τα β.β. αποτελούνται από πολλά τμήματα (ορόφους). Με αυτόν τον τρόπο φτάνουμε στη μείωση του κόστους και σε χαρακτηριστικά πτήσης που ήταν αδύνατο να επιτευχθούν με την κατασκευή β.β. ενός ορόφου. Οι τεχνικοί λόγοι αυτών των αποτελεσμάτων είναι οι ακόλουθοι: αν θεωρήσουμε ασήμαντες τις παθητικές αντιστάσεις, η ταχύτητα την οποία έχει αποκτήσει ένα σώμα τη στιγμή που σταματά η ώθηση, είναι ευθέως ανάλογη προς την ώση και αντιστρόφως ανάλογη προς τη μάζα του (ο λόγος του βάρους του προς την επιτάχυνση της βαρύτητας). Τα β.β. αποτελούνται από το ωφέλιμο φορτίο, από τις δεξαμενές πλήρεις από προωθητικό καύσιμο και από τον θάλαμο καύσης, με όλους τους μηχανισμούς που απαιτούνται για τη λειτουργία του. Συνεπώς, ο λόγος μεταξύ της συνολικής μάζας και του ωφέλιμου φορτίου είναι πάντοτε πολύ υψηλός. Η ταχύτητα του κινούμενου σώματος αυξάνεται σε όλη τη διάρκεια της καύσης, τόσο λόγω της συνεχούς ώθησης, όσο και λόγω της συνεχούς ελάττωσης της μάζας που οφείλεται στην κατανάλωση του καυσίμου. Σε αυτά πρέπει να προστεθεί, καθώς αυξάνεται το ύψος που φτάνει το β.β., η μικρότερη αεροδυναμική αντίσταση που ασκείται από τον αέρα και η μικρότερη γήινη έλξη βαρύτητας. Από τα προηγούμενα συνάγεται ότι στην περίπτωση των μονώροφων β.β. το μεγαλύτερο μέρος της ώθησης δαπανάται για τη μεταφορά μη ωφέλιμου φορτίου. Πάνω από ορισμένα όρια, η προσπάθεια επίτευξης μεγαλύτερων ώσεων εξουδετερώνεται από την ανάγκη αύξησης της μάζας των μεταφερόμενων προωθητικών καυσίμων. Χρησιμοποιώντας την ενδοαντίδραση μπορούμε να φτάσουμε, με μονώροφο β.β., ταχύτητα το πολύ 10.000-12.000 χλμ. /ώρα. Για να βγουν από αυτό τον φαύλο κύκλο, οι τεχνικοί συνέζευξαν στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου δύο ή περισσότερα β.β. Το πρώτο επιταχύνει και τον εαυτό του και τα άλλα, αλλά στο τέλος της προώθησής του αποσπάται από το σύστημα, ελαττώνοντας έτσι την ολική μάζα. Τότε αρχίζει να λειτουργεί το δεύτερο β.β., το οποίο συνεχίζει μεν να επιταχύνει τον εαυτό του και τα άλλα, αλλά με μικρότερη δύναμη ώθησης. Έτσι φτάνουμε, με συνεχώς αυξανόμενη ταχύτητα, στο τελευταίο β.β. το οποίο πρέπει να αναπτύξει μια πολύ μικρή δύναμη ώθησης. Αυτή η μέθοδος επιτρέπει την επίτευξη μεγαλύτερων χρόνων ώθησης μαζί με ωθήσεις συνεχώς μειουμένου μεγέθους και τη δυνατότητα πρόσδοσης σημαντικών ταχυτήτων στο ωφέλιμο φορτίο. Με αυτήν τη μέθοδο μπορούμε επίσης να αποφύγουμε, ή τουλάχιστον να υπερβούμε εύκολα, το εμπόδιο που αντιπροσωπεύει το φράγμα της θερμότητας, δηλαδή τη θέρμανση του κινούμενου σώματος, η οποία εξαρτάται από τη θερμοκρασία του διασχιζόμενου ρευστού και από τον αριθμό του Μαχ που φτάνει (όσο αυξάνεται ο αριθμός του Μαχ) σε τόσο υψηλές τιμές, ώστε να τήκεται οποιοδήποτε από τα γνωστά μέταλλα ή υλικά. Επειδή, με το σύστημα των πολλαπλών ορόφων, μπορούμε να διαθέτουμε μεγαλύτερη διάρκεια εφαρμογής της ώθησης και συνεπώς να φτάνουμε στις υψηλές ταχύτητες σε σχετικά μεγάλο χρόνο, όταν το β.β. φτάσει σε αυτές τις ταχύτητες πετά σε πολύ μεγάλο ύψος, όπου η τιμή της κρίσιμης ταχύτητας, που αντιστοιχεί σε αυτό το φράγμα, είναι τόσο υψηλή ώστε να μην ανησυχούμε πλέον για την αντοχή των υλικών μας. Στην περίπτωση κατά την οποία η μεγάλη ταχύτητα, που πραγματοποιείται τη στιγμή του τερματισμού της ώθησης, υπερβεί τα 7.600 χλμ. /ώρα, το β.β. έχει τη δυνατότητα να τοποθετηθεί σε τροχιά γύρω από τη Γη. Η τροχιά αυτή θα είναι ελλειπτική και η Γη θα καταλαμβάνει μια από τις εστίες της. Γι’ αυτό τον λόγο, στον υπολογισμό των β.β. μεγάλου βεληνεκούς υιοθετούμε τους νόμους της ουράνιας μηχανικής, θεωρώντας ότι η Γη μόνο περιστρέφεται.
Η τεχνική η οποία μελετά τους τρόπους διεύθυνσης και ελέγχου ενός β.β. κατά την πτώση ονομάζεται κυβερνητική β.β. Το β.β. μπορεί να διατηρηθεί στην προβλεπόμενη τροχιά του με τη βοήθεια συστημάτων αυτοκατεύθυνσης και τηλεκατεύθυνσης. Η αυτοκατεύθυνση γίνεται με όργανα γυροσκοπικά και με ηλεκτρονικές συσκευές, από τις οποίες σπουδαιότερες φαίνονται εκείνες που είναι ικανές να βλέπουν τον στόχο. Αντίθετα, για την τηλεκατεύθυνση απαιτούνται πομποί και δέκτες ραδιοηλεκτρικών σημάτων (δέσμες ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων ή παλμοί ραδιοκυμάτων) και στη Γη και μέσα στα β.β. Ωστόσο, αν και στις επίγειες εγκαταστάσεις δεν υπάρχει όριο ισχύος, για τις εγκαταστάσεις μέσα στα β.β. παρουσιάζονται σημαντικές δυσχέρειες, διότι ο διαθέσιμος χώρος και το βάρος είναι ελάχιστα. Συνήθως, για να υπερνικηθούν αυτές οι αντιξοότητες, ο μικρός σταθμός ασυρμάτου του β.β. εκπέμπει σήματα σε κανονικά χρονικά διαστήματα με ελαττωμένη κατανάλωση ενέργειας. Για να παρουσιάσει ορισμένα πλεονεκτήματα, το σύστημα αυτό επιτρέπει τη σύγχρονη μετάδοση πολλών πληροφοριών στον ίδιο δίαυλο μεταβάλλοντας κατάλληλα το ρυθμό εκπομπής.
βαλλιστική εξέταση (Εγκλημ.). Έτσι ονομάζεται στην επιστήμη της εγκληματολογίας η εξέταση από ειδικούς της αστυνομίας των βλημάτων από όπλο, ώστε να διαπιστωθεί ο τύπος και η ταυτότητα του όπλου που χρησιμοποιήθηκε. Μικροσκοπικές ατέλειες στην κάννη κάθε όπλου προκαλούν κάποιες συγκεκριμένες, ξεχωριστές για κάθε όπλο ενδείξεις στις σφαίρες που χρησιμοποιούνται από αυτό, ώστε να πιστοποιήσουν την ταυτότητά του.
βαλλιστικό γαλβανόμετρο. Γαλβανόμετρο που έχει κινητό σύστημα με μεγάλη ροπή αδράνειας και μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη μέτρηση ηλεκτρικού φορτίου. Απαραίτητη προϋπόθεση για να λειτουργήσει ένα γαλβανόμετρο ως β.γ. είναι ότι το παροδικό ρεύμα πρέπει να περνάει από το πλαίσιο σε χρόνο t πολύ μικρό σε σύγκριση με την περίοδο ταλάντωσης του κινητού συστήματος. Το ρεύμα περνά από το πλαίσιο σε χρόνο t, ασκεί μηχανική ροπή σε αυτό και το κινητό σύστημα θα αποκτήσει ορισμένη στροφορμή. Όταν το ρεύμα μηδενιστεί, μετά από χρόνο t, το κινητό σύστημα –εξαιτίας της αδράνειάς του– θα εξακολουθήσει να στρέφεται έως ότου φτάσει στη μέγιστη γωνία στροφής, οπότε θα αρχίσει να στρέφεται αντίθετα, προς τη θέση ισορροπίας.
βαλλιστικό εκκρεμές. Όργανο που πρωτοχρησιμοποιήθηκε το 1740 για τη μέτρηση της ταχύτητας βλημάτων. Αποτελείται από ένα μεγάλο ξύλινο σώμα μάζας Μ που κρέμεται κατακόρυφα με δύο νήματα τοποθετημένα στο μπροστινό και το πίσω μέρος του, έτσι ώστε η ταλάντωσή του να περιορίζεται μόνο σε μία διεύθυνση. Στο κάτω μέρος του β.ε. πυροδοτείται ένα βλήμα μάζας m, που με ταχύτητα υ1 πέφτει και σφηνώνεται στο ξύλινο σώμα. Αν ο χρόνος που χρειάζεται το
βλήμα για να ηρεμήσει ως προς το ξύλο είναι πολύ μικρός σε σχέση με τον χρόνο της ταλάντωσης του εκκρεμούς, τότε τα νήματα εξάρτησης μένουν σχεδόν κατακόρυφα κατά τη διάρκεια της κρούσης, οπότε η οριζόντια συνιστώσα της ορμής διατηρείται, επειδή καμιά εξωτερική οριζόντια δύναμη δεν εξασκείται πάνω στο σύστημα βλήμα-εκκρεμές.
Σταθερή βαλλίστρα που βρίσκεται στο Καστέλ Σαντ’ Άντζελο, στη Ρώμη· αποτελεί τελειοποίηση του κλασικού τόξου και διαφέρει από τα φορητά μόνο κατά τις διαστάσεις και τους τροχούς (φωτ. Igda).
Βαλλιστικό βλήμα «Άτλας» πριν από την εκτόξευσή του στο ακρωτήριο Κένεντι (ΗΠΑ). Τα συστήματα που επιτρέπουν τον έλεγχο του βλήματος κατά την πτήση είτε αποτελούν μέρος του ίδιου του βλήματος (αυτοκατεύθυνση) είτε βρίσκονται σε έναν θάλαμο κοντά στη βάση εκτόξευσης (φωτ. Tomsich).
ΕΚΤΟΞΕΥΣΗ ΤΟΥ ΒΛΗΜΑΤΟΣ «ΚΡΟΝΟΣ 5» ΤΟΥ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ «ΑΠΟΛΛΩΝ» ΚΑΤΑΚΤΗΣΗΣ ΤΗΣ ΣΕΛΗΝΗΣ 1) Οι πέντε πυραυλοκινητήρες του πρώτου ορόφου έχουν τεθεί σε λειτουργία και αναπτύσσουν ισχύ 3.400 τόνων. 2) Ύστερα από 150 δευτερόλεπτα σταματούν να λειτουργούν οι κινητήρες του πρώτου ορόφου και αρχίζουν να λειτουργούν οι κινητήρες του δεύτερου· ο πρώτος όροφος αποσπάται από το βλήμα και πέφτει. 3) Ύστερα από 90 ακόμη δευτερόλεπτα εξαντλούνται και οι κινητήρες του δευτέρου ορόφου (ο οποίος αποσπάται) και αρχίζουν να λειτουργούν οι κινητήρες του τρίτου. 4) Ο τρίτος όροφος αποσπάται αφού προσδώσει προηγουμένως στα διαστημικά οχήματα την αναγκαία ταχύτητα για το ταξίδι προς τη Σελήνη. 5) Τα διαστημικά οχήματα ετοιμάζονται να λάβουν την τελική θέση, για να αρχίσουν το μακρινό ταξίδι στο άπειρο.
Βλήματα «Χοκ» στο αυτοκίνητο-εκτοξευτή, που χρησιμοποιούνται εναντίον εναέριων στόχων.
Τα βαλλιστικά βλήματα «Τεριέ» και «Φάλκον» (με τις τομές τους) έχουν ευρεία χρήση εναντίον εναέριων στόχων.
Ένα βλήμα «Πολάρις» πλήττει επίγειο στόχο.
Ένα βλήμα «Σαμπρόκ», που εκτοξεύεται από υποβρύχιο με ηχογωνιομετρικά συστήματα επισήμανσης και σκόπευσης.
Βαλλιστικό βλήμα «Σαμπρόκ» πετυχαίνει έναν υποβρύχιο στόχο.
Βαλλιστικά βλήματα σε πολεμικές εγκαταστάσεις πυραύλων, τις οποίες περιγράφει ο Γουίλιαμ Κονγκρέβ στο βιβλίο του «Σύστημα του πυραύλου» (1814).
Ειδικός υποβάλλει σφαίρες όπλου σε βαλλιστική εξέταση για να πιστοποιήσει την ταυτότητα του όπλου.
ΒΑΣΗ ΕΚΤΟΞΕΥΣΗΣ ΤΟΥ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟΥ ΒΑΛΛΙΣΤΙΚΟΥ ΒΛΗΜΑΤΟΣ «ΘΩΡ» 1. Βλήμα «Θωρ» 2. Πύργος του βλήματος για την κάθετη εκτόξευση 3. Σύστημα φορείου του βλήματος 4. Πίνακας ελέγχου ισχύος 5. Συγκρότημα αντιστρόφου μέτρησης 6. Σταθμός ελέγχου του βλήματος 7. Σύστημα υδροπνευστικού ελέγχου 8. Δεξαμενή αερίου υψηλής πίεσης 9. Εμβολοφόρος συμπιεστής 10. Δεξαμενή αερίου αζώτου 11. Δεξαμενή υγρού οξυγόνου 12. Δεξαμενή αερίου οξυγόνου 13. Δεξαμενή καυσίμων 14. Πίνακας ελέγχου ισχύος 15. Συγκρότημα ελέγχου εκτόξευσης 16. Ηλεκτροπαραγωγό ζεύγος
Dictionary of Greek. 2013.